αραβοσιτέλαιο

αραβοσιτέλαιο
το
λάδι από φύτρα αραβοσίτου, καλαμποκέλαιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • σιτοστερόλη — η, Ν (βιοχ.) πολύπλοκο μίγμα στερολών σε λιπαρό ιστό τών ανώτερων φυτών, ιδιαίτερα στο αραβοσιτέλαιο ή το σιταρέλαιο, καθώς και σε μερικά φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitosterol < sito (< σίτος) + sterol (βλ. στερόλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”